Γκαζαριάν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Γκαζαριάν < αρμενική Գազարյան (Gazaryan) (πατρωνυμικό)· Μορφολογικά αναλύεται σε Γκαζάρ (Λάζαρος) + -ιάν
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Γκαζαριάν αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο
- επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο) αρμενικής προέλευσης, αντίστοιχο ελληνικών επωνύμων όπως Λαζάρου, Λαζαρίδης
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε Γαζαριάν