Λάζαρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Λάζαρος | οι | Λάζαροι |
γενική | του | Λαζάρου & Λάζαρου |
των | Λαζάρων & Λάζαρων |
αιτιατική | τον | Λάζαρο | τους | Λαζάρους & Λάζαρους |
κλητική | Λάζαρε | Λάζαροι | ||
όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Λάζαρος αρσενικό
- ανδρικό όνομα
- (θρησκεία) όνομα φίλου του Χριστού, για τον οποίο αναφέρεται στην Αγία Γραφή ότι ο Ιησούς ανέστησε από τον τάφο
- (λαογραφία) το σχετικό τραγούδι που τραγουδούν μικρά κορίτσια το Σάββατο του Λαζάρου
- (λαογραφία) ειδικό ψωμάκι πλασμένο σε σχήμα ανθρώπου, που φτιάχνεται το Σάββατο του Λαζάρου
- (μεταφορικά) άνθρωπος αδύναμος, ταλαιπωρημένος και χλωμός, επειδή είναι άρρωστος ή γενικότερα κακοπαθημένος
- νησίδα των Μικρών Κυκλάδων, νότια του δυτικού άκρου της Κέρου
[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- Λάζαρε, δεύρο έξω
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
Λάζαρος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός |
---|---|
Ονομαστική | Λάζαρος |
Γενική | Λαζάρου |
Δοτική | Λαζάρῳ |
Αιτιατική | Λάζαρον |
Κλητική | Λάζαρε |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Λάζαρος αρσενικό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος'
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα εβραϊκά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Λαογραφία (νέα ελληνικά)
- Νησιά της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Νησιά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα εβραϊκά (ελληνιστική κοινή)
- Αρχαία ελληνικά
- Κύρια ονόματα (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Ανδρικά ονόματα (αρχαία ελληνικά)