Δανιηλιάν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Δανιηλιάν : αρμενική ς προέλευσης, πατρωνυμικό, εξελληνισμένη μορφή του Ντανιελιάν. Μορφολογικά αναλύεται σε Δανιήλ (αντί Ντανιέλ) + -ιάν.
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Δανιηλιάν αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο
- επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο) αρμενικής προέλευσης, αντίστοιχο του ελληνικού επωνύμου Δανιηλίδης