φέρνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 12: Γραμμή 12:
#: ''τα νέα μάς '''έφεραν''' σε αδιέξοδο''
#: ''τα νέα μάς '''έφεραν''' σε αδιέξοδο''
#:'''''έφερα''' εξάρες'' (η ζαριά στο [[τάβλι]])
#:'''''έφερα''' εξάρες'' (η ζαριά στο [[τάβλι]])
#:''οι όμορφες σερβιτότες '''φέρνουν''' πελάτες''
# [[μοιάζω]] σε κάτι ή κάποιον
# [[μοιάζω]] σε κάτι ή κάποιον
#: '''''φέρνει''' λιγάκι στον πατέρα του''
#: '''''φέρνει''' λιγάκι στον πατέρα του''

Αναθεώρηση της 15:50, 12 Νοεμβρίου 2011

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φέρνω < αρχαία ελληνική φέρω

Ρήμα

φέρνω, αόριστος έφερα

  1. μεταφέρω κάτι, υλικό ή άυλο, για κάποιον
    σας έφερα την εφημερίδα σας
    τι νέα μας έφερες;
  2. γίνομαι αιτία κάποιου πράγματος, προκαλώ κάτι, οδηγώ σε κάτι
    οι εξελίξεις έφεραν μεγάλη αναστάτωση
    τα νέα μάς έφεραν σε αδιέξοδο
    έφερα εξάρες (η ζαριά στο τάβλι)
    οι όμορφες σερβιτότες φέρνουν πελάτες
  3. μοιάζω σε κάτι ή κάποιον
    φέρνει λιγάκι στον πατέρα του

Εκφράσεις

  • σου τη φέρνω: (1) σε ξεγελώ, σε εξαπατώ (2) υπερισχύω με επιχείρημα, σε ταπώνω
  • σούρ' τα, φέρ' τα (οι περιττές μετακινήσεις)

Σύνθετα

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις

Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «φερνω'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'φέρνω'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «φερνω».