δουλίτσα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 13: Γραμμή 13:


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή|κάτι που έχω να κάνω}}
<!-- * {{en}} : {{τ|en|ΧΧΧ}} -->
* {{en}} : {{τ|en|errand}}
<!-- * {{sq}} : {{τ|sq|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{sq}} : {{τ|sq|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} -->

Αναθεώρηση της 21:46, 27 Απριλίου 2014

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δουλίτσα < δουλειά + κατάληξη υποκοριστικού -ίτσα

Ουσιαστικό

δουλίτσα θηλυκό

  1. δουλειά, κάτι όχι ιδιαίτερο σοβαρό που έχω να κάνω
    έχω να κάνω κάτι δουλίτσες αύριο στο κέντρο
  2. (οικείο) δουλειά, εργασία
    κοίτα να βρεις καμιά δουλίτσα, ως πότε θα σε τρέφει ο πατέρας σου;


Μεταφράσεις