διάσταση: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη chr |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 4: | Γραμμή 4: | ||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[διάστασις]] < [[διίσταμαι]] ([[διά]] και [[ἵσταμαι]]).Διάσταση ονομάζεται η απόσταση μεταξύ δύο οριακών σημείων και συνεκδοχικά η οποιαδήποτε ενάντια θέση. Η λέξη προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα «διίστημι» (= τοποθετούμαι χωριστά, στέκομαι ενάντια, ξεχωρίζω, διαχωρίζομαι).[1][2] Στα νομικά είναι η κατάσταση κατά την οποία το αντρόγυνο ζει χωριστά χωρίς να έχει πάρει διαζύγιο, όπως στη φράση: "εν διαστάσει" βίος έναντι τού πρότερου έγγαμου. Άλλοτε δείχνει την διαφορά γνώμης, όπως: Υπήρξε σοβαρή διάσταση απόψεων μεταξύ των δύο. Ακόμα δείχνει το μέγεθος γεγονότων, όπως: σκάνδαλο (ή πυρκαγιά, απεργία κ.λπ.) σε κλίμακα μεγάλων διαστάσεων. |
|||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[διάστασις]] < [[διίσταμαι]] ([[διά]] και [[ἵσταμαι]]) |
|||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
Αναθεώρηση της 08:56, 13 Φεβρουαρίου 2015
Νέα ελληνικά (el)
ΛΑΘΟΣ ΚΛΙΣΗ. Για προπαροξύτονα θα πρέπει να χρησιμοποιήσετε την {{el-κλίση-'δύναμη'}} ή την {{el-κλίση-'παγκοσμιοποίηση'}}
Ετυμολογία
- διάσταση < αρχαία ελληνική διάστασις < διίσταμαι (διά και ἵσταμαι).Διάσταση ονομάζεται η απόσταση μεταξύ δύο οριακών σημείων και συνεκδοχικά η οποιαδήποτε ενάντια θέση. Η λέξη προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα «διίστημι» (= τοποθετούμαι χωριστά, στέκομαι ενάντια, ξεχωρίζω, διαχωρίζομαι).[1][2] Στα νομικά είναι η κατάσταση κατά την οποία το αντρόγυνο ζει χωριστά χωρίς να έχει πάρει διαζύγιο, όπως στη φράση: "εν διαστάσει" βίος έναντι τού πρότερου έγγαμου. Άλλοτε δείχνει την διαφορά γνώμης, όπως: Υπήρξε σοβαρή διάσταση απόψεων μεταξύ των δύο. Ακόμα δείχνει το μέγεθος γεγονότων, όπως: σκάνδαλο (ή πυρκαγιά, απεργία κ.λπ.) σε κλίμακα μεγάλων διαστάσεων.
Ουσιαστικό
διάσταση θηλυκό
- Πρότυπο:μαθ το σύνολο των στοιχείων που παράγονται από ένα διάνυσμα μιας ελάχιστης γραμμικής θήκης ενός αλγεβρικού σώματος
- Ο προσδιορισμός ενός στοιχείου κατά την οποία χρησιμοποιείται μια διάσταση, συνεπάγεται ότι δεν υπάρχει τρόπος να προσδιοριστεί αυτό το στοιχείο μόνο με τις υπόλοιπες διαστάσεις.
- καθένα από τα τρία θεμελιώδη μεγέθη: μήκος, πλάτος, ύψος
- η τέταρτη διάσταση είναι ακόμα μία αμφιλεγόμενη έννοια
- (κατ' επέκταση) το μέτρο κάθε μιας από τις τρεις διαστάσεις
- τι διαστάσεις έχει το κουτί που θα μου στείλεις;
- η όψη μιας υπόθεσης, ενός προβλήματος κλπ.
- η επέκταση ή η ευρύτητα ενός φαινομένου
- η χρήση των ναρκωτικών έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις
- ο χωρισμός ανδρόγυνου
- είναι σε διάσταση με τον άντρα της και ετοιμάζονται για διαζύγιο
Εκφράσεις
- σε άλλη διάσταση: εντελώς διαφορετικά από το συνηθισμένο