κυριαρχώ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ανάκληση της επεξεργασίας 4025017 του 2A02:587:5434:1C00:4DF3:EB3A:1FA3:9C88 (Συζήτηση)
Ετικέτα: Αναίρεση
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==

==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < [[κυρίαρχος]]
:'''{{PAGENAME}}''' < [[κυρίαρχος]]


==={{ρήμα|el}}===
==={{ρήμα|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''
'''{{PAGENAME}}''' ({{παθ}} [[κυριαρχούμαι]])
# γίνομαι κύριος και εξουσιαστής επάνω σε κάτι, το ελέγχω απόλυτα
# γίνομαι κύριος και εξουσιαστής επάνω σε κάτι, το [[ελέγχω]] απόλυτα
#: {{συνων}} [[δεσπόζω]], [[εξουσιάζω]]


===={{συγγενικά}}====
*[[κυριαρχημένος]]
*[[κυριαρχώντας]]


===={{κλίση}}====
{{el-κλίσ-'θεωρώ'}}


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}
* {{en}} : {{τ|en|dominate}}, ''βρίσκομαι στο απόγειο, είμαι ο καλύτερος, κυριαρχώ'': {{τ|en|reign supreme}}, {{τ|en|hold sway over}}
* {{en}} : {{τ|en|dominate}}, {{τ|en|reign supreme}}, {{τ|en|hold sway over}}
<!-- * {{sq}} : {{τ|sq|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{sq}} : {{τ|sq|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} -->
Γραμμή 18: Γραμμή 23:
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fr}} : {{τ|fr|ΧΧΧ}} -->
* {{fr}} : {{τ|fr|dominer}}
<!-- * {{de}} : {{τ|de|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{de}} : {{τ|de|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{da}} : {{τ|da|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{da}} : {{τ|da|ΧΧΧ}} -->

Αναθεώρηση της 11:44, 19 Μαρτίου 2019

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κυριαρχώ < κυρίαρχος

Ρήμα

κυριαρχώ (παθητική φωνή κυριαρχούμαι)

  1. γίνομαι κύριος και εξουσιαστής επάνω σε κάτι, το ελέγχω απόλυτα
     συνώνυμα: δεσπόζω, εξουσιάζω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις