κάλικο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
Συμπλήρωση λήμματος. |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{χρειάζεται τεκμηρίωση}} |
|||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
[[File:Kaliko_1.jpg|thumb|ύφασμα κάλικο]] |
[[File:Kaliko_1.jpg|thumb|ύφασμα κάλικο]] |
||
[[File:Calico_cat_-_bright.jpg|thumb|Μια γάτα κάλικο]] |
[[File:Calico_cat_-_bright.jpg|thumb|Μια γάτα '''κάλικο'''.]] |
||
⚫ | |||
: '''{{PAGENAME}}''': {{νεολογισμός|0=-}} τέλους 20ου αιώνα < απροσάρμοστο {{δαν|en|el|calico|text=1}}<ref>{{R:etymonline|calico|calico}}</ref> < {{από|τόπο}} από την ινδική περιοχή [[Calicut]] απ' όπου γινόταν αρχικά η εξαγωγή του υφάσματος |
|||
: ''για τη γάτα'' < μεταφορική χρήση |
|||
==={{προφορά}}=== |
==={{προφορά}}=== |
||
{{ΔΦΑ| |
{{ΔΦΑ|ˈka.li.kɔ|γλ=el}} |
||
: {{συλλ|κά|λι|κο}} |
: {{συλλ|κά|λι|κο}} |
||
⚫ | |||
: '''{{PAGENAME}}''' < από την Ινδική περιοχή [[Κάλικουτ]], από εκεί γινόταν αρχικά η εξαγωγή του υφάσματος |
|||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' {{ακλ}} |
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}} {{ακλ}} |
||
* |
* (''[[ύφασμα]]'') είδος σκληρού υφάσματος φτιαγμένο από [[αλεύκαντος|αλεύκαντο]] και όχι τελείως [[επεξεργασμένος|επεξεργασμένο]] βαμβάκι |
||
==={{επίθετο|el}}=== |
==={{επίθετο|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' {{ακλ}} |
'''{{PAGENAME}}''' {{ακλ}} |
||
* {{ζωολογία}} [[τρίχρωμος|τρίχρωμη]] γάτα με τρίχωμα χρωμάτων μαύρο, άσπρο και πορτοκαλί |
* {{ζωολογία}} [[τρίχρωμος|τρίχρωμη]] γάτα με τρίχωμα χρωμάτων μαύρο, άσπρο και πορτοκαλί |
||
⚫ | |||
===={{μεταφράσεις}}==== |
|||
{{μτφ-αρχή|ύφασμα}} |
{{μτφ-αρχή|ύφασμα}} |
||
* {{en}} : {{τ|en|calico}} |
* {{en}} : {{τ|en|calico}} |
||
Γραμμή 117: | Γραμμή 118: | ||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
=={{αναφορές}}== |
==={{αναφορές}}=== |
||
<references/> |
|||
* γάτες καλίκο και τόρτουασελ στο [https://xromata.com/?p=5332 xromata.com] |
|||
* κάλικο στο [https://www.wordreference.com/gren/%ce%ba%ce%ac%ce%bb%ce%b9%ce%ba%ce%bf wordreference.com] |
|||
{{κλείδα-ελλ}} |
|||
⚫ |
Αναθεώρηση της 11:35, 9 Αυγούστου 2020
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κάλικο: νεολογισμός τέλους 20ου αιώνα < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από την αγγλική calico[1] < από την ινδική περιοχή Calicut απ' όπου γινόταν αρχικά η εξαγωγή του υφάσματος
- για τη γάτα < μεταφορική χρήση
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κά‐λι‐κο
Ουσιαστικό
κάλικο ουδέτερο άκλιτο
- (ύφασμα) είδος σκληρού υφάσματος φτιαγμένο από αλεύκαντο και όχι τελείως επεξεργασμένο βαμβάκι
Επίθετο
κάλικο άκλιτο
- Πρότυπο:ζωολογία τρίχρωμη γάτα με τρίχωμα χρωμάτων μαύρο, άσπρο και πορτοκαλί
- ※ «calicoes» (κάλικο): αυτές που έχουν πορτοκαλί, καφέ και μαύρο ή απλά οι τρίχρωμες [γάτες] (Είναι οι τρίχρωμες γάτες πάντα θηλυκές;)
Μεταφράσεις
ύφασμα
τρίχρωμη γάτα
Αναφορές
Κατηγορίες:
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες προφορές (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς προφορά στο πρότυπο ΔΦΑ
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)