Παπλωματά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Παπλωματά < γενική ενικού του αρσενικού Παπλωματάς
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Παπλωματά θηλυκό, άκλιτο
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Παπλωματάς
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]
Παπλωματά αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Παπλωματάς