Παπλωματάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Παπλωματάς < από επάγγελμα παπλωματάς
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Παπλωματάς αρσενικό (θηλυκό Παπλωματά)
Δείτε επίσης : παπλωματάς |
Παπλωματάς αρσενικό (θηλυκό Παπλωματά)