Μετάβαση στο περιεχόμενο

Πετρούσκα

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Πέτρουσκα

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
Πετρούσκα < άμεσο δάνειο από τη γαλλική Pétrouchka < ρωσική Петрушка (Petruška) < υποκοριστικό του Пётр (Pjotr, Πέτρος)

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Πετρούσκα αρσενικό, άκλιτο

  1. (λαογραφία) χαρακτήρας του ρωσικού λαϊκού κουκλοθέατρου
  2. (μουσική) μπαλέτο (1911) του ρώσου συνθέτη Ίγκορ Στραβίνσκι, με βασικό ήρωα την παραπάνω μαριονέτα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
Πετρούσκα < γενική ενικού του αρσενικού Πετρούσκας

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Πετρούσκα θηλυκό (αρσενικό Πετρούσκας)

Μεταγραφές

[επεξεργασία]