Ρούντχαρτ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ρούντχαρτ < γερμανική Rudhart

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈɾud.xaɾt/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ρούντ‐χαρτ

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ρούντχαρτ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταγραφές[επεξεργασία]