Σασά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Σάσα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Σασά < (άμεσο δάνειο) γαλλική Sacha < ρωσική Саша (Σάσα) ή από άλλες, σλαβικές κυρίως, γλώσσες

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Σασά αρσενικό και ενίοτε θηλυκό, άκλιτο