Σάσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Σάσα | οι | Σάσες |
γενική | της | Σάσας | — | |
αιτιατική | τη | Σάσα | τις | Σάσες |
κλητική | Σάσα | Σάσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- Σάσα < χαϊδευτικό του Αναστασία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Σάσα θηλυκό
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- Σάσα < (μεταγραφή) ρωσική Саша (και από άλλες σλαβικές ή μη γλώσσες), χαϊδευτικό των Александр (Αλέξανδρος) και Александра (Αλεξάνδρα)
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Σάσα αρσενικό ή θηλυκό
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- Σασά (γαλλικό)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Σάσα (ξενικό όνομα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (νέα ελληνικά)
- Μεταγραμμένοι όροι - ονόματα από τα ρωσικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)