Χαρτοφύλαξ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Χαρτοφύλαξ < χαρτοφύλαξ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /xaɾ.toˈfi.laks/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Χαρ‐το‐φύ‐λαξ

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Χαρτοφύλαξ

  1. επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο)
  2. (αξίωμα, χριστιανισμός) Οφφίκιο της Μεγάλης Εκκλησίας, αξίωμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου

Μεταγραφές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Χαρτοφύλαξ < χαρτοφύλαξ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Χαρτοφύλαξ

  1. (αξίωμα, ιστορία) τίτλος αξιωματούχου στη Βυζαντινή αυτοκρατορία