άπλετα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]άπλετα
- απεριόριστα, απέραντα
- άφθονα, πολύ
- ※ Τινάχτηκε αμέσως όρθιος, φώτισε άπλετα το δωμάτιο από τον λαμπτήρα της οροφής και στάθηκε εμπρός στον καθρέφτη της ντουλάπας. (Αλέξανδρος Σχινάς, Το πρόσωπο [διήγημα])
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]άπλετα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του άπλετο, ουδέτερο του άπλετος