ήπιες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ήπιες

  1. β' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος πίνω

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ήπιες

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ήπιος