αγγλικό κόρνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγγλικό κόρνο: (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική cor anglais, παραπλανητικού όρου αβέβαιης ετυμολογίας.[1]
- αγγλικό: δέν έχει σχέση με αγγλικό όργανο ή την Αγγλία. Πιθανόν από το γερμανικό engellisches Horn (αγγελικό κόρνο). Η θεωρία ότι προέρχεται από τη γαλλική λέξη anglé (γωνιώδης) δεν ευσταθεί.
- κόρνο: δεν έχει σχέση με την οικογένεια των κόρνων που ανήκουν στα χάλκινα πνευστά
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
αγγλικό κόρνο ουδέτερο
- (μουσικό όργανο) ανήκει στα ξύλινα πνευστά· στην οικογένεια των οξυαύλων (όμποε) είναι το τενόρο όργανο, με χαμηλότερο ήχο από το συνηθισμένο όμποε.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- κορ ανγκλέ (γαλλιστί, σε συνήθη χρήση από τους μουσικούς)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- γαλλικό κόρνο (χάλκινο όργανο, και όχι της οικογένειας του όμποε)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγγλικό κόρνο
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Για λεπτομερέστερη ετυμολόγηση δείτε την ετυμολογία για το αγγλικό κόρνο στη Βικιπαίδεια.