αγκουσεύομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aŋ.ɡuˈse.vo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γκου‐σεύ‐ο‐μαι

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αγκουσεύομαι, π.αόρ.: αγκουσεύτηκα, μτχ.π.π.: αγκουσεμένος