αιδεσιμολογιώτατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
αιδεσιμολογιώτατος < αρχαία ελληνική αἰδέσιμος + λογιώτατος, υπερθετικός βαθμός του λόγιος (η γραφή με ω προέρχεται από την καθαρεύουσα)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αιδεσιμολογιώτατος αρσενικό
- (προσφώνηση) τίτλος για λόγιο έγγαμο ιερέα, π.χ. για κάποιον με πτυχίο πανεπιστημίου