αιδεσιμολογιώτατος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αιδεσιμολογιώτατος < αρχαία ελληνική αἰδέσιμος + λογιώτατος, υπερθετικός βαθμός του λόγιος (η γραφή με ω προέρχεται από την καθαρεύουσα)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αιδεσιμολογιώτατος αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]