αισθητά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

αισθητά < αισθητός

Επίρρημα

[επεξεργασία]

αισθητά

  • τόσο πολύ ώστε να το παρατηρεί κανείς
    έχεις παχύνει αισθητά τώρα τελευταία

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

αισθητά