Μετάβαση στο περιεχόμενο

notably

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός notably
συγκριτικός more notably
υπερθετικός most notably

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
notably < notable + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

notably (en)

  • αισθητά, σε μεγάλο βαθμό
      a notably improved situation - αισθητά βελτιωμένη κατάσταση