notably
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | notably |
συγκριτικός | more notably |
υπερθετικός | most notably |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]notably (en)
- αισθητά, σε μεγάλο βαθμό
- ⮡ a notably improved situation - αισθητά βελτιωμένη κατάσταση