Μετάβαση στο περιεχόμενο

ακαζού

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ακαζού < (λόγιο δάνειο) γαλλική acajou < πορτογαλική acaju < τούπι acaju (μαόνι)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ακαζού ουδέτερο άκλιτο

  1. το ξύλο του δέντρου μαόνι, που έχει μια κάπως κοκκινωπή απόχρωση
  2. (χρώμα) το κάπως κοκκινωπό ή καφετί χρώμα, όπως αυτό που έχει το δέντρο μαόνι
    ακαζού (χρώμα):   

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]