ακατάβλητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.kaˈta.vli.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κα‐τά‐βλη‐τα
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- ακατάβλητα < ακατάβλητ(ος) + -α
Επίρρημα
[επεξεργασία]ακατάβλητα (τροπικό επίρρημα)
- ακούραστα, χωρίς διακοπή για ξεκούραση, δίχως καταβολή από την κόπωση ή τις αντιξοότητες
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακατάβλητα
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- ακατάβλητα: κλιτός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ακατάβλητα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αμετάβλητος