αλαμπάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλαμπάζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

αλαμπάζω

  1. αιφνιδιάζω, τρομάζω κάποιον
  2. (κυπριακά) ταράζομαι, ανησυχώ, ξαφνιάζομαι

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]