αμαντάλωτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμαντάλωτα < αμαντάλωτος + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
αμαντάλωτα
- χωρίς να έχει μανταλωθεί
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μάνταλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αμαντάλωτα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αμαντάλωτος