αμπώχνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αμπώχνω < αμπώθω < αρχαία ελληνική ἀπωθέω / ἀπωθῶ (κατ’ αναλογία με τα ρήματα σε -χνω: ρίχνω, σπρώχνω...)
Ρήμα
[επεξεργασία]αμπώχνω
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αμπώχνω | άμπωχνα | θα αμπώχνω | να αμπώχνω | αμπώχνοντας | |
β' ενικ. | αμπώχνεις | άμπωχνες | θα αμπώχνεις | να αμπώχνεις | άμπωχνε | |
γ' ενικ. | αμπώχνει | άμπωχνε | θα αμπώχνει | να αμπώχνει | ||
α' πληθ. | αμπώχνουμε | αμπώχναμε | θα αμπώχνουμε | να αμπώχνουμε | ||
β' πληθ. | αμπώχνετε | αμπώχνατε | θα αμπώχνετε | να αμπώχνετε | αμπώχνετε | |
γ' πληθ. | αμπώχνουν(ε) | άμπωχναν αμπώχναν(ε) |
θα αμπώχνουν(ε) | να αμπώχνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | άμπωξα | θα αμπώξω | να αμπώξω | αμπώξει | ||
β' ενικ. | άμπωξες | θα αμπώξεις | να αμπώξεις | άμπωξε | ||
γ' ενικ. | άμπωξε | θα αμπώξει | να αμπώξει | |||
α' πληθ. | αμπώξαμε | θα αμπώξουμε | να αμπώξουμε | |||
β' πληθ. | αμπώξατε | θα αμπώξετε | να αμπώξετε | αμπώξτε | ||
γ' πληθ. | άμπωξαν αμπώξαν(ε) |
θα αμπώξουν(ε) | να αμπώξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αμπώξει | είχα αμπώξει | θα έχω αμπώξει | να έχω αμπώξει | ||
β' ενικ. | έχεις αμπώξει | είχες αμπώξει | θα έχεις αμπώξει | να έχεις αμπώξει | ||
γ' ενικ. | έχει αμπώξει | είχε αμπώξει | θα έχει αμπώξει | να έχει αμπώξει | ||
α' πληθ. | έχουμε αμπώξει | είχαμε αμπώξει | θα έχουμε αμπώξει | να έχουμε αμπώξει | ||
β' πληθ. | έχετε αμπώξει | είχατε αμπώξει | θα έχετε αμπώξει | να έχετε αμπώξει | ||
γ' πληθ. | έχουν αμπώξει | είχαν αμπώξει | θα έχουν αμπώξει | να έχουν αμπώξει |
|