ανοικοδομώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανοικοδομώ < αρχαία ελληνική ἀνοικοδομέω / ἀνοικοδομῶ
Ρήμα
[επεξεργασία]ανοικοδομώ
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ανοικοδομημένος
- ανοικοδόμηση
- ανοικοδομητικός
- ανοικοδόμητος
- → δείτε τις λέξεις οικοδομώ, οίκος και δόμος
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανοικοδομώ | ανοικοδομούσα | θα ανοικοδομώ | να ανοικοδομώ | ανοικοδομώντας | |
β' ενικ. | ανοικοδομείς | ανοικοδομούσες | θα ανοικοδομείς | να ανοικοδομείς | (ανοικοδόμει) | |
γ' ενικ. | ανοικοδομεί | ανοικοδομούσε | θα ανοικοδομεί | να ανοικοδομεί | ||
α' πληθ. | ανοικοδομούμε | ανοικοδομούσαμε | θα ανοικοδομούμε | να ανοικοδομούμε | ||
β' πληθ. | ανοικοδομείτε | ανοικοδομούσατε | θα ανοικοδομείτε | να ανοικοδομείτε | ανοικοδομείτε | |
γ' πληθ. | ανοικοδομούν(ε) | ανοικοδομούσαν(ε) | θα ανοικοδομούν(ε) | να ανοικοδομούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανοικοδόμησα | θα ανοικοδομήσω | να ανοικοδομήσω | ανοικοδομήσει | ||
β' ενικ. | ανοικοδόμησες | θα ανοικοδομήσεις | να ανοικοδομήσεις | ανοικοδόμησε | ||
γ' ενικ. | ανοικοδόμησε | θα ανοικοδομήσει | να ανοικοδομήσει | |||
α' πληθ. | ανοικοδομήσαμε | θα ανοικοδομήσουμε | να ανοικοδομήσουμε | |||
β' πληθ. | ανοικοδομήσατε | θα ανοικοδομήσετε | να ανοικοδομήσετε | ανοικοδομήστε | ||
γ' πληθ. | ανοικοδόμησαν ανοικοδομήσαν(ε) |
θα ανοικοδομήσουν(ε) | να ανοικοδομήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ανοικοδομήσει | είχα ανοικοδομήσει | θα έχω ανοικοδομήσει | να έχω ανοικοδομήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ανοικοδομήσει | είχες ανοικοδομήσει | θα έχεις ανοικοδομήσει | να έχεις ανοικοδομήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ανοικοδομήσει | είχε ανοικοδομήσει | θα έχει ανοικοδομήσει | να έχει ανοικοδομήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ανοικοδομήσει | είχαμε ανοικοδομήσει | θα έχουμε ανοικοδομήσει | να έχουμε ανοικοδομήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ανοικοδομήσει | είχατε ανοικοδομήσει | θα έχετε ανοικοδομήσει | να έχετε ανοικοδομήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ανοικοδομήσει | είχαν ανοικοδομήσει | θα έχουν ανοικοδομήσει | να έχουν ανοικοδομήσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανοικοδομώ