απομάσσω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απομάσσω < αρχαία ελληνική ἀπομάσσω[1][2]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.poˈma.so/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐μάσ‐σω
Ρήμα[επεξεργασία]
απομάσσω
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απομάσσω | απέμασσα | θα απομάσσω | να απομάσσω | απομάσσοντας | |
β' ενικ. | απομάσσεις | απέμασσες | θα απομάσσεις | να απομάσσεις | απόμασσε | |
γ' ενικ. | απομάσσει | απέμασσε | θα απομάσσει | να απομάσσει | ||
α' πληθ. | απομάσσουμε | απομάσσαμε | θα απομάσσουμε | να απομάσσουμε | ||
β' πληθ. | απομάσσετε | απομάσσατε | θα απομάσσετε | να απομάσσετε | απομάσσετε | |
γ' πληθ. | απομάσσουν(ε) | απέμασσαν απομάσσαν(ε) |
θα απομάσσουν(ε) | να απομάσσουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απέμαξα | θα απομάξω | να απομάξω | απομάξει | ||
β' ενικ. | απέμαξες | θα απομάξεις | να απομάξεις | απόμαξε | ||
γ' ενικ. | απέμαξε | θα απομάξει | να απομάξει | |||
α' πληθ. | απομάξαμε | θα απομάξουμε | να απομάξουμε | |||
β' πληθ. | απομάξατε | θα απομάξετε | να απομάξετε | απομάξτε | ||
γ' πληθ. | απέμαξαν απομάξαν(ε) |
θα απομάξουν(ε) | να απομάξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω απομάξει | είχα απομάξει | θα έχω απομάξει | να έχω απομάξει | ||
β' ενικ. | έχεις απομάξει | είχες απομάξει | θα έχεις απομάξει | να έχεις απομάξει | έχε απομασμένο | |
γ' ενικ. | έχει απομάξει | είχε απομάξει | θα έχει απομάξει | να έχει απομάξει | ||
α' πληθ. | έχουμε απομάξει | είχαμε απομάξει | θα έχουμε απομάξει | να έχουμε απομάξει | ||
β' πληθ. | έχετε απομάξει | είχατε απομάξει | θα έχετε απομάξει | να έχετε απομάξει | έχετε απομασμένο | |
γ' πληθ. | έχουν απομάξει | είχαν απομάξει | θα έχουν απομάξει | να έχουν απομάξει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) απομασμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) απομασμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) απομασμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) απομασμένο |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απομάσσω
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ απομάσσω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .