αρίς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρίς < → λείπει η ετυμολογία → δείτε arış στο αγγλικό Βικιλεξικό & عريش
- Δε συνδέεται με την αρχαία ελληνική ἀρίς.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈɾis/ προφορά κατά την κοινή νεοελληνική
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ρίς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρίς ουδέτερο
- (παρωχημένο, ιδιωματικό, Ανατολική Θράκη) ιμάντας με τον οποίο σέρνει την άμαξα το άλογο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρίς
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Δεληγιάννης, Β. (1934-35). "Γλωσσάριο του Δογάν-Κιοϊ-Μαλγάρων". Αρχείου του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού. 1. Αθήνα: Τυπογραφείον Σεργιάδου. σελ. 143-146.