αρραβωνιάζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αρραβωνιάζομαι < παθητική φωνή του αρραβωνιάζω
Ρήμα
[επεξεργασία]αρραβωνιάζομαι, μετοχή παρακειμένου αρραβωνιασμένος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αρραβωνιάζομαι