αρόω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρόω < αρχαία ελληνική ρίζ. αρ-, αρόω-ω λατινικά ar-o=καλλιεργώ.

Ρήμα[επεξεργασία]

αρόω

  1. γεωργώ
  2. καλλιεργώ
  3. οργώνω

παράγωγα[επεξεργασία]

γνωμικά[επεξεργασία]

  • «ἄχθος ἀρούρης», Πλάτων, [28d]= βάρος της γης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]