sail
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sail | sails |
sail (en)
- (ναυτικός όρος) το ιστίο, το πανί πλοίου
[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | sail |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sails |
αόριστος | sailed |
παθητική μετοχή | sailed |
ενεργητική μετοχή | sailing |
sail (en)
- (αθλητισμός) κάνω ιστιοπλοΐα
- (ναυτικός όρος)ανοίγω πανιά, ταξιδεύω, πηγαίνω (χρησιμοποιώντας ιστιοπλοϊκό μέσο)
[επεξεργασία]
Βασκικά (eu)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sail (eu)