Μετάβαση στο περιεχόμενο

sail

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Sail

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sail sails

sail (en)

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
ενεστώτας sail
γ΄ ενικό ενεστώτα sails
αόριστος sailed
παθητική μετοχή sailed
ενεργητική μετοχή sailing

sail (en)

  1. (μεταβατικό & αμετάβατο, ναυτικός όρος) πλέω, αρμενίζω, για άνθρωπο, ταξιδεύω με πλωτό μέσο, με σκάφος στο νερό· για σκάφος, ταξιδεύω στο νερό
      They sailed on the open sea/near the coast/along the river.
    Έπλευσαν στο ανοιχτό πέλαγος/κοντά στις ακτές/κατά μήκος του ποταμού.
      Submarines sail under the sea.
    Τα υποβρύχια πλέουν κάτω από τη θάλασσα.
      We’re sailing towards the port/west of Crete.
    Πλέουμε προς το λιμάνι/δυτικά της Κρήτης.
      We’re sailing out on the open sea, when a storm breaks out.
    Πλέαμε στα ανοιχτά, όταν ξέσπασε τρικυμία.
      The boat was sailing brightly illuminated through the night.
    Το καράβι έπλεε ολόφωτο μέσα στη νύχτα.
      The ship was sailing at sea.
    Το πλοίο αρμένιζε στο πέλαγος.
      We were sailing for three days and nights straight.
    Αρμενίζαμε τρία μερόνυχτα συνέχεια.
      We entered the bay sailing along the cape.
    Μπήκαμε στον κόλπο παραπλέοντας το ακρωτήριο.
      We sailed across the Atlantic.
    Διαπλεύσαμε τον Αντλαντικό.
  2. (μεταβατικό & αμετάβατο, αθλητισμός, και go sailing) κάνω ιστιοπλοΐα
      Do you sail/you go sailing often?
    Κάνετε ιστιοπλοΐα συχνά;
  3. (αμετάβατο) αποπλέω, σαλπάρω, κάνω/ανοίγω πανιά, ξεκινάω ένα ταξίδι στο νερό
      The ship will sail tomorrow morning.
    Το πλοίο θα αποπλεύσει αύριο το πρωί.
      What time will we be sailing?
    Τι ώρα θα σαλπάρουμε;
     συνώνυμα: set sail
  4. (αμετάβατο) γλιστράω, τρέχω, μετακινούμαι με μια γρήγορη και απαλή κίνηση· κινούμαι επιβλητικά, για άνθρωπο
      Clouds sailed across the sky.
    Τα σύννεφα γλιστρούσαν στον ουρανό.
      The sled was sailing over the snow.
    Το έλκηθρο γλιστρούσε πάνω στο χιόνι.
      The airship sailed gently over the city.
    Το αερόπλοιο γλιστρούσε απαλά πάνω από την πόλη.
      I saw him sailing down the street.
    Τον είδα να κατεβαίνει τρέχοντας το δρόμο.
      The motorcycle sailed by us like a bat out of hell and ran into a wall.
    Η μοτοσικλέτα πέρασε πλάι μας τρέχοντας σα δαιμονισμένη κι έπεσε πάνω σ' έναν τοίχο.
      The Duchess sailed into the room.
    Η Δούκισσα μπήκε στην αίθουσα επιβλητικά.

Παράγωγα

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sail (eu)