ασυννέφιαστα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ασυννέφιαστα < ασυννέφιαστος + -α
Επίρρημα
[επεξεργασία]ασυννέφιαστα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ασυννέφιαστα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ασυννέφιαστα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ασυννέφιαστος