ασυννέφιαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ασυννέφιαστος < α- στερητ. + συννεφιάζω
Επίθετο
[επεξεργασία]ασυννέφιαστος, -η, -ο
- ο χωρίς σύννεφα, ανέφελος, αίθριος, ξάστερος
- (μτφ.) γαλήνιος, αδιατάραχος
- έζησε μια ζωή ασυννέφιαστη