ατσίκνιστα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]ατσίκνιστα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη τσίκνα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ατσίκνιστα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ατσίκνιστα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ατσίκνιστος