αἱμωδιάω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αἱμωδέω

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αἱμωδιάω < αἱμωδία < αἷμα[1] + ὀδούς/ὀδών

Ρήμα[επεξεργασία]

αἱμωδιάω (& συνηρημένο: αἱμωδιῶ)

  1. έχω τα δόντια και τα ούλα ναρκωμένα ή μουδιασμένα
  2. κάνω τα δόντια και τα ούλα ναρκωμένα ή μουδιασμένα
  3. τρέχει σάλιο από το στόμα μου

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Ο Μπαμπινιώτης υποθέτει από αμάρτυρο τύπο *αἱμός=πόνος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)

Πηγές[επεξεργασία]