βρομέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βρομέω < βρόμος
Ρήμα
[επεξεργασία]βρομέω
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- Σημασιολογική μεταβολή σε: μυρίζω άσχημα. (βλ. ετυμολογία του βρομώ)