γαυριάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γαυριάζω < μεσαιωνική ελληνική γαυριάζω < ελληνιστική κοινή γαυριάω / γαυριῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

γαυριάζω

  1. (λαϊκότροπο) καταλαμβάνομαι από σεξουαλική διάθεση ή ορμή
     συνώνυμα: βαρβατεύω, βαρβατιάζω, οργώ
  2. υπερηφανεύομαι, κομπάζω

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]