γενετικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
γενετικά < γενετικός < αγγλική genetic < αρχαία ελληνική < γένεσις
Επίρρημα[επεξεργασία]
γενετικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γενετικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
γενετικά
- γενετικό, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού