γητεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γητεύω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

γητεύω

  1. μαγεύω, κάνω μάγια, κάνω γητειές
  2. (μεταφορικά) μαγεύω, γοητεύω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]