γκάου-μπίου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γκάου-μπίου < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γκάου-μπίου αρσενικό, άκλιτο
- άσχετος, βλάκας, αυτός που δεν ξέρει τι του γίνεται, που είναι φευγάτος
- (στρατιωτική αργκό) ειρωνική προσφώνηση του νεοσύλλεκτου, του νέου φαντάρου· γκάβακας, στραβάδι
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γκάου-μπίου
|