Μετάβαση στο περιεχόμενο

νεοσύλλεκτος

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νεοσύλλεκτος οι νεοσύλλεκτοι
      γενική του νεοσύλλεκτου
& νεοσυλλέκτου
των νεοσύλλεκτων
& νεοσυλλέκτων
    αιτιατική τον νεοσύλλεκτο τους νεοσύλλεκτους
& νεοσυλλέκτους
     κλητική νεοσύλλεκτε νεοσύλλεκτοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νεοσύλλεκτος < νεο- + συλλέγω + -τος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

νεοσύλλεκτος αρσενικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

στρατιωτική αργκό:

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]