νεοσύλλεκτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νεοσύλλεκτος αρσενικό
- ο νέος στρατιώτης, αυτός που κατατάχτηκε πρόσφατα