ψάρακλας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ψάρακλας | οι | ψάρακλες |
γενική | του | ψάρακλα | — | |
αιτιατική | τον | ψάρακλα | τους | ψάρακλες |
κλητική | ψάρακλα | ψάρακλες | ||
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψάρακλας < ψάρ(ι) + μεγεθυντικό επίθημα -ακλας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ψάρακλας αρσενικό και ψαράκλα θηλυκό
- (λαϊκότροπο και στρατιωτική αργκό) απαγής, αρχάριος, άπειρος, νεοσύλλεκτος, καινούριος σε κάτι
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βαρύμαγκας' χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με μεγεθυντικό επίθημα -ακλας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτική αργκό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)