fledgling
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈflɛd͡ʒ.lɪŋ/
- ⓘ
Επίθετο
[επεξεργασία]fledgling (en)
- αρχάριος, νεόκοπος, αδοκίμαστος (μεταφορικά), ψάρακλας (αργκό)
- (μεταφορικά) αναδυόμενος
- ↪ The fledgling artist became famous after having his work exhibited.
- Ο αναδυόμενος καλλιτέχνης έγινε διάσημος άφοτου εξέσεθεσε τα έργα του.
- ≈ συνώνυμα: emerging, emergent, nascent, inexperienced
- ↪ The fledgling artist became famous after having his work exhibited.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fledgling (en)
- νεοσσός (προφορικό: ξεπεταρούδι)
- → δείτε τη λέξη hatchling
- (μεταφορικά) ο αρχάριος