αναδυόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αναδυόμενος | η | αναδυόμενη | το | αναδυόμενο |
γενική | του | αναδυόμενου | της | αναδυόμενης | του | αναδυόμενου |
αιτιατική | τον | αναδυόμενο | την | αναδυόμενη | το | αναδυόμενο |
κλητική | αναδυόμενε | αναδυόμενη | αναδυόμενο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αναδυόμενοι | οι | αναδυόμενες | τα | αναδυόμενα |
γενική | των | αναδυόμενων | των | αναδυόμενων | των | αναδυόμενων |
αιτιατική | τους | αναδυόμενους | τις | αναδυόμενες | τα | αναδυόμενα |
κλητική | αναδυόμενοι | αναδυόμενες | αναδυόμενα | |||
Επίσης, θηλυκό η αναδυομένη (στην έκφραση 'αναδυομένη Αφροδίτη΄). Μετακίνηση του τόνου είναι πιθανή στις γενικές πτώσεις: του αναδυομένου, της αναδυομένης, των αναδυομένων και την αιτιατική: τους αναδυομένους. | ||||||
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.na.ðiˈo.me.nos/
Μετοχή
[επεξεργασία]αναδυόμενος, -η, -ο
- που αναδύεται, που ξεπροβάλλει μέσα από το νερό
- παράσταση της αναδυομένης Αφροδίτης
- που ξεπροβάλλει, που αρχίζει τωρα να αναπτύσσεται σημαντικά, να μεγαλώνει σε μέγεθος και σημασία
- οι αναδυόμενες αγορές της ΝΑ Ασίας