newbie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
newbie newbies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

newbie (en) (αργκό, ανεπίσημο)