δένομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈðe.no.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δέ‐νο‐μαι
- ομόηχο: δένομε
Ρήμα
[επεξεργασία]δένομαι, π.αόρ.: δέθηκα, μτχ.π.π.: δεμένος, (ενεργ.: δένω)
- παθητική φωνή του ρήματος δένω