δασμολογώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δασμολογώ < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
δασμολογώ
- προσδιορίζω τον δασμό που πρέπει να επιβληθεί σε ένα προϊόν
- υποβάλλω ένα προϊόν σε δασμούς
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δασμολογώ
|