δεκαοχτούρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δεκαοχτούρα < δεκαοχτώ (ονομάζεται δεκαοχτούρα, γιατί μερικά περιστέρια κελαηδούν σαν να λένε δεκαοχτώ)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δεκαοχτούρα θηλυκό
- (ηχομημητική λέξη) είδος περιστεριού (Streptopelia decaocto) με μαύρη λωρίδα στο λαιμό